- λύγαια
- λύγαια (Α)(κατά τον Ησύχ.) «τὰ περὶ ταῑς χερσὶ ψέλλια».[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λύγος* + κατάλ. -αιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυγαῖα — λῡγαῖα , λυγαῖος shadowy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγαία — λῡγαί̱ᾱ , λυγαῖος shadowy fem nom/voc/acc dual λῡγαί̱ᾱ , λυγαῖος shadowy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγαίος — (I) λυγαῑος, αία, ον (Α) [λύγη] 1. σκοτεινός, σκούρος, σκιερός, σκιώδης («ὅταν δὲ νυκτὸς ὄμμα λυγαίας μόλῃ», Σοφ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λυγαία ονομασία μιας πόας. επίρρ... λυγαίως (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινῶς, ἀσαφῶς, λεληθότως». (II) ο ζωολ.… … Dictionary of Greek